αυτοί

αυτοί
οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν даже друзья покинули его;

αυτοί ούτος ο κατηγορούμενος ομολογεί, ότι είναι ένοχος — даже сам обвиняемый признаёт себя виновным;

8) вот этот, вот эта, вот это;

αυτοίό το καρπούζι θ' αγοράσω — вот этот арбуз я куплю;

9) таков, такова, таково;

αυτοίή είναι η αλήθεια — такова правда;

αυτοίά είναι τα νέα — таковы новости;

10):

αυτοί καθ' εαυτός, (αύτη καθ' εαυτή, αυτό καθ' εαυτό) — сам (сама, само) по себе;

αυτοίή καθ' εαυτή η πρόταση είναι καλή — само по себе это предложение хорошее;

11) книжн, (мест, притяж. 3 л.) его, её, их;
τό τέκνον αύτοϋ его дитя; § κατ' αύτάς на днях (о прошлом и о будущем); γι' αυτό или δι' αυτό поэтому, потому; ради этого; παρ' όλα αυτά при всём этом; несмотря на всё это;

τό αυτοίό — делайте, повторяйте то же самое (гимнастическая команда);

αυτά κι' αυτά σε κύμανε να χάσεις τη θέση σου как раз из-за этих твоих слов (поступков) ты и потерял работу;
μ' αυτά και μ'αΰτά πήρε ο νοδς σου αέρα вот это и вскружило тебе голову; απ' αυτά σου κι' απ? αυτά σου εμακρύνανε τ' αφτιά σου посл. где растяпа да тетеря, там не прибыль, а потеря

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αυτοί" в других словарях:

  • αὑτοί — αὐτοί , αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοί — αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἵ — ἐξηπάτων καὶ αὐτοὶ ἠπατὴμενοι. — οἵ ἐξηπάτων καὶ αὐτοὶ ἠπατὴμενοι. См. Обманом города берут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἵ... ἐξηπάτων καὶ αὐτοὶ ἠπατημένοι. — οἵ... ἐξηπάτων καὶ αὐτοὶ ἠπατημένοι. См. Плут плутом губится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • διακόσιοι, -ιες, -ια — αυτοί που απαρτίζονται από δύο εκατοντάδες ή είκοσι δεκάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καὐτοί — αὐτοί , αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωὐτοί — αὐτοί , αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡυτοί — αὐτοί , αὐτός self masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»